λοχαγώ — λοχαγῶ, έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [λοχαγός] 1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῡτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῑν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.) 2. απαρτίζομαι από λοχαγούς … Dictionary of Greek
λοχαγῷ — λοχᾱγῷ , λοχαγός leader of an armed band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχηγώ — λοχηγῶ, έω (Α) ιων. τ. βλ. λοχαγώ … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՆԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c, 13c ձ. λοχάγω, ἑνεδρεύω, ἑγκάθημαι ἑνέδρα եւն. insidior, in insidiis sum որ եւ ԴԱՐԱՆԱՆԱԼ. Ի դարան մտանել. դարանակալ լինել. նստիլ ի թաքստեան եւ դիտել. բունել. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)